- αστύλωτος
- -η, -ο (Α ἀστύλωτος, -ον) [στυλώ]νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει στερεωθεί με στύλο ή στύλους («αστύλωτη κληματαριά»)2. εκείνος που δεν έχει στυλωθεί ή που δεν έχει τονωθεί με φαγητό ή ποτόαρχ.(για πλοίο) ανερμάτιστος.
Dictionary of Greek. 2013.